- σωληνίσκος
- canule
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σωληνίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνίσκος — ο, ΝΜΑ μικρός λεπτός σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
σωληνίσκου — σωληνίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνίσκους — σωληνίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek
εναυσματοσωλήνας — ο (πυροβ.) ο σωληνίσκος που φέρει το έναυσμα και ο οποίος τοποθετείται μέσα στην κυλινδρική γόμωση τής τορπίλλης … Dictionary of Greek
σωλήνιον — τὸ, Α [σωλήν, ῆνος] μικρός σωλήνας, σωληνίσκος … Dictionary of Greek
φύσιγγα — η / φῡσιγξ, ιγγος, ΝΑ νεοελλ. (φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήση αρχ. 1. κύστη στο δέρμα ή … Dictionary of Greek
χνόη — και ιων. τ. χνοίη, ἡ, Α 1. μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, μέσα στο οποίο εισέρχεται και περιστρέφεται ο άξονας, αλλ. χοινίκη 2. φρ. «χνόαι ποδῶν» οι αρθρώσεις τών ποδιών (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χνόη (< *χνοFη)… … Dictionary of Greek
χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… … Dictionary of Greek